- αντίκρημνος
- ο κ. αντίκρημνο, το (Μ ἀντίκρημνος, -ον)νεοελλ.1. (-ος, ο) η προς το μέρος του εχθρού πλαγιά οχυρωματικού έργου2. το ουδ. ως ουσ. το απόκρημνοτόπος απέναντι σε γκρεμόμσν.ο απόκρημνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek